χρυσεπώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
(6_17) |
(47b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσεπώνῠμος''': -ον, ὁ ἔχων ἐπώνυμον ἐκ τοῦ χρυσοῦ ληφθέν, ἐπίθ. Ἰω. τοῦ Χρυσ. παρ᾿ Ἰω. Δαμ. 11, 252C. | |lstext='''χρῡσεπώνῠμος''': -ον, ὁ ἔχων ἐπώνυμον ἐκ τοῦ χρυσοῦ ληφθέν, ἐπίθ. Ἰω. τοῦ Χρυσ. παρ᾿ Ἰω. Δαμ. 11, 252C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει πάρει το όνομά του από τον χρυσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπώννμος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:10, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1380] nach dem Golde zubenannt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεπώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων ἐπώνυμον ἐκ τοῦ χρυσοῦ ληφθέν, ἐπίθ. Ἰω. τοῦ Χρυσ. παρ᾿ Ἰω. Δαμ. 11, 252C.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει πάρει το όνομά του από τον χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἐπώννμος].