χρυσεπώνυμος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1380] nach dem Golde zubenannt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεπώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων ἐπώνυμον ἐκ τοῦ χρυσοῦ ληφθέν, ἐπίθ. Ἰω. τοῦ Χρυσ. παρ᾿ Ἰω. Δαμ. 11, 252C.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει πάρει το όνομά του από τον χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἐπώννμος].