χρυσοϋφής: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(6_7) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσοϋφής''': -ές, = τῷ προηγ., Καλλὶξ παρ’ Ἀθην. 196F, Διόδ. 5. 46· τὰ χρυσοϋφῆ Χάρης παρ’ Ἀθην. 538D. | |lstext='''χρῡσοϋφής''': -ές, = τῷ προηγ., Καλλὶξ παρ’ Ἀθην. 196F, Διόδ. 5. 46· τὰ χρυσοϋφῆ Χάρης παρ’ Ἀθην. 538D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΜΑ, και [[χρυσυφής]] και [[χρυσοφής]] Μ<br />ο χρυσοΰφαντος<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (για λόγο) περίτεχνα διατυπωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>υφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὕφος]] «ύφασμα»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεπτο</i>-<i>ϋφής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:14, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ές,
A interwoven with gold, χιτῶνες Callix.2, Hdn. 5.3.6, cf. Chares 4J.; τήβεννα Ptol.Euerg.3J.; μίτραι D.S.5.46.
German (Pape)
[Seite 1382] ές, = Vorigem; Chares bei Ath. 538 d; Hdn. 5, 3,12, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοϋφής: -ές, = τῷ προηγ., Καλλὶξ παρ’ Ἀθην. 196F, Διόδ. 5. 46· τὰ χρυσοϋφῆ Χάρης παρ’ Ἀθην. 538D.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ, και χρυσυφής και χρυσοφής Μ
ο χρυσοΰφαντος
μσν.
μτφ. (για λόγο) περίτεχνα διατυπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -υφής (< ὕφος «ύφασμα»), πρβλ. λεπτο-ϋφής].