χωρητός: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(6_11)
(47c)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χωρητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃς δύναται νὰ χωρήσῃ εἰς τὸν νοῦν, [[καταληπτός]], [[ἀπόκρισις]] ὀλίγοις τῶν ἐπὶ γῆς χωρητὴ Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 292C.
|lstext='''χωρητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃς δύναται νὰ χωρήσῃ εἰς τὸν νοῦν, [[καταληπτός]], [[ἀπόκρισις]] ὀλίγοις τῶν ἐπὶ γῆς χωρητὴ Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 292C.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[χωρῶ]]<br />ο [[καταληπτός]], αυτός τον οποίο μπορεί εύκολα [[κανείς]] να συλλάβει με τον νου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβατός]]<br /><b>2.</b> [[πεπερασμένος]]<br /><b>3.</b> (γενικά) [[ικανός]] για [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 06:16, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1387] adj. verb. von χωρέω, gefaßt, zu fassen, faßlich, begreiflich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χωρητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃς δύναται νὰ χωρήσῃ εἰς τὸν νοῦν, καταληπτός, ἀπόκρισις ὀλίγοις τῶν ἐπὶ γῆς χωρητὴ Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 292C.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ χωρῶ
ο καταληπτός, αυτός τον οποίο μπορεί εύκολα κανείς να συλλάβει με τον νου
αρχ.
1. διαβατός
2. πεπερασμένος
3. (γενικά) ικανός για κάτι.