χτικιό: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(47c)
(No difference)

Revision as of 06:16, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
1. η φυματίωση
2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρίαείναι χτικιό να πλένεις αυτές τις βρομιές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. χτικιάζω (πρβλ. τρέχω: τρεχιό, φεύγω: φευγιό)].