χτικιό: Difference between revisions
From LSJ
(47c) |
(No difference)
|
(47c) |
(No difference)
|
το, Ν
1. η φυματίωση
2. μτφ. βάσανο, ταλαιπωρία («είναι χτικιό να πλένεις αυτές τις βρομιές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. χτικιάζω (πρβλ. τρέχω: τρεχιό, φεύγω: φευγιό)].