χτένα: Difference between revisions
From LSJ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
(47c) |
(No difference)
|
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
(47c) |
(No difference)
|
η / κτένα, ΝΜ, και λόγιος τ. κτένα, Ν
1. το χτένι
2. μεγάλο χτένι
3. χτένι για συγκράτηση τών μαλλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτένα, αιτ. του αρχ. κτείς, κτενός, με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -κ- στο διαρκές -χ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω)].