χρυσοΰφαντος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(6_16)
(47c)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσοΰφαντος''': -ον, ἐνυφασμένος μὲ χρυσόν, Δαμασκ. ΙΙΙ, 649C, Κ. Πορφυρογ. Ἔκθ Βασ. Τάξ. 24, 6.
|lstext='''χρῡσοΰφαντος''': -ον, ἐνυφασμένος μὲ χρυσόν, Δαμασκ. ΙΙΙ, 649C, Κ. Πορφυρογ. Ἔκθ Βασ. Τάξ. 24, 6.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[χρυσοΰφαντος]], -ον, ΝΜ<br />υφασμένος με χρυσές κλωστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ύφαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὑφαντός]] <span style="color: red;"><</span> [[ὑφαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κροκ</i>-<i>ύφαντος</i>, <i>καλο</i>-<i>ΰφαντος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:17, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1382] aus, mit Gold gewirkt, durchwirkt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοΰφαντος: -ον, ἐνυφασμένος μὲ χρυσόν, Δαμασκ. ΙΙΙ, 649C, Κ. Πορφυρογ. Ἔκθ Βασ. Τάξ. 24, 6.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσοΰφαντος, -ον, ΝΜ
υφασμένος με χρυσές κλωστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ύφαντος (< ὑφαντός < ὑφαίνω), πρβλ. κροκ-ύφαντος, καλο-ΰφαντος].