χυλώδης: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
(6_8) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῡλώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[χυλοειδής]], Γαλην. 14. 515· τὸ χυλῶδες, ὁ [[χυμός]], ὁ [[ὀπός]], Διοσκ. 3. 22. | |lstext='''χῡλώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[χυλοειδής]], Γαλην. 14. 515· τὸ χυλῶδες, ὁ [[χυμός]], ὁ [[ὀπός]], Διοσκ. 3. 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[χυλώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[χυλός]]<br />όμοιος με χυλό, [[πολτώδης]] (α. «χυλώδες [[παρασκεύασμα]]» β. «ὕδατι μείξας καὶ χυλῶδες ποιήσας», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χυλῶδες</i><br />ο [[χυμός]], ο [[οπός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, contr. for χυλοειδής, Simp. in Ph.23.26, [Gal.]14.515, Gp.2.22.2.
German (Pape)
[Seite 1384] ες, zsgzgn statt χυλοειδής, – 1) fastartig. – 2) voll Saft, saftig, saftreich, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
χῡλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ χυλοειδής, Γαλην. 14. 515· τὸ χυλῶδες, ὁ χυμός, ὁ ὀπός, Διοσκ. 3. 22.
Greek Monolingual
-ες / χυλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χυλός
όμοιος με χυλό, πολτώδης (α. «χυλώδες παρασκεύασμα» β. «ὕδατι μείξας καὶ χυλῶδες ποιήσας», Γαλ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χυλῶδες
ο χυμός, ο οπός.