αγκυρώνω: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:17, 29 September 2017

Greek Monolingual

ορμίζω το πλοίο ρίχνοντας στη θάλασσα την άγκυρα, αράζω, αγκυροβολώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγκυρα.
ΠΑΡ. αγκύρωση].