αιγιαλίτης: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(1)
(No difference)

Revision as of 06:18, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο (Α αἰγιαλίτης) (θηλ. Α -ῑτις, Ν -ίτιδα) αἰγιαλός
αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στον γιαλό ή προέρχεται από αυτόν, παραθαλάσσιος, παράκτιος, «αιγιαλίτιδα ζώνη»
αρχ.
φρ. «αἰγιαλίτιδες ψῆφοι», χαλίκια της θάλασσας.