αγλαόκωμος: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:18, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἀγλαόκωμος, -ον (Α)
αυτός που λαμπρύνει τον κώμο, δηλαδή τη γιορτή, τη διασκέδαση, το γλέντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + κῶμος.