Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγλαόκωμος

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.

Greek Monolingual

ἀγλαόκωμος, -ον (Α)
αυτός που λαμπρύνει τον κώμο, δηλαδή τη γιορτή, τη διασκέδαση, το γλέντι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + κῶμος.