αἰσχυντήρ: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[infamador]], [[seductor]] ἔχει γὰρ αἰσχυντῆρος ... δίκην de Egisto, A.<i>Ch</i>.990.
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[infamador]], [[seductor]] ἔχει γὰρ αἰσχυντῆρος ... δίκην de Egisto, A.<i>Ch</i>.990.
}}
{{grml
|mltxt=[[αἰσχυντήρ]] (-ῆρος), ο (Α) [[αἰσχύνω]]<br />αυτός που ντροπιάζει τη συζυγική [[τιμή]] κάποιου άλλου, ο [[μοιχός]].
}}
}}

Revision as of 06:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυντήρ Medium diacritics: αἰσχυντήρ Low diacritics: αισχυντήρ Capitals: ΑΙΣΧΥΝΤΗΡ
Transliteration A: aischyntḗr Transliteration B: aischyntēr Transliteration C: aischyntir Beta Code: ai)sxunth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A dishonourer, of Aegisthus, A.Ch.998.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἐπὶ τοῦ Αἰγίσθου, Αἰσχύλ. Χο. 990· οὕτω καὶ καταισχυντήρ, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1363· ἄλλως τὸ αἰσχυντὴρ ἀπαντᾷ μόνον ἐν μεταγενεστέρᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 8664.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
qui déshonore.
Étymologie: αἰσχύνω.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
infamador, seductor ἔχει γὰρ αἰσχυντῆρος ... δίκην de Egisto, A.Ch.990.

Greek Monolingual

αἰσχυντήρ (-ῆρος), ο (Α) αἰσχύνω
αυτός που ντροπιάζει τη συζυγική τιμή κάποιου άλλου, ο μοιχός.