αλυκρός: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἁλυκρὸς -ά, -όν (Α)<br />[[θερμός]], [[χλιαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. <i>ἁλέα</i> (Ι), και πλάστηκε [[κατά]] τον τ. <i>θαλυκρὸς</i> ή προήλθε πιθ. από εσφαλμένο διαχωρισμό της λ. σε <i>θ</i>’ [[ἁλυκρός]]. Οπωσδήποτε η [[άποψη]] αυτή [[είναι]] προβληματική, [[γιατί]] προϋποθέτει αρχική [[δασύτητα]] της λ.].
|mltxt=ἁλυκρὸς -ά, -όν (Α)<br />[[θερμός]], [[χλιαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. <i>ἁλέα</i> (Ι), και πλάστηκε [[κατά]] τον τ. <i>θαλυκρὸς</i> ή προήλθε πιθ. από εσφαλμένο διαχωρισμό της λ. σε <i>θ</i>’ [[ἁλυκρός]]. Οπωσδήποτε η [[άποψη]] αυτή [[είναι]] προβληματική, [[γιατί]] προϋποθέτει αρχική [[δασύτητα]] της λ.].
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἁλυκρὸς -ά, -όν (Α)
θερμός, χλιαρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ἁλέα (Ι), και πλάστηκε κατά τον τ. θαλυκρὸς ή προήλθε πιθ. από εσφαλμένο διαχωρισμό της λ. σε θἁλυκρός. Οπωσδήποτε η άποψη αυτή είναι προβληματική, γιατί προϋποθέτει αρχική δασύτητα της λ.].