ἀναμφήριστος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
(3)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anamfiristos
|Transliteration C=anamfiristos
|Beta Code=a)namfh/ristos
|Beta Code=a)namfh/ristos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀναμφίβολος]], Hsch.</span>
|Definition=ἀναμφήριστον, = [[ἀναμφίβολος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiscutible]] Χριστὸς ἀ. ἔπος μυθήσατο Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.10.34, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con claridad]] δειχθήσεται ἀ. ... ἡ κατὰ Ἑβραίους φιλοσοφία Clem.Al.<i>Strom</i>.1.21.101.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμφήριστος''': -ον, ἀδιαφιλονείκητος, [[ἀναμφίβολος]], ὡς ὁ Schneid. ἐν Τίμωνι παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. P. 1. 224· ἄλλοι ἔχουσιν ἐπαμφήριστος. - Ἐπίρρ. -τως Κλήμ. Ἀλ. 378.
|lstext='''ἀναμφήριστος''': -ον, ἀδιαφιλονείκητος, [[ἀναμφίβολος]], ὡς ὁ Schneid. ἐν Τίμωνι παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. P. 1. 224· ἄλλοι ἔχουσιν ἐπαμφήριστος. - Ἐπίρρ. -τως Κλήμ. Ἀλ. 378.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiscutible]] Χριστὸς ἀ. ἔπος μυθήσατο Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.10.34, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con claridad]] δειχθήσεται ἀ. ... ἡ κατὰ Ἑβραίους φιλοσοφία Clem.Al.<i>Strom</i>.1.21.101.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναμφήριστος]], -ον) [[άμφήριστος]]<br />[[αναμφίβολος]], [[αναντίρρητος]], [[βέβαιος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναμφήριστος]], -ον) [[άμφήριστος]]<br />[[αναμφίβολος]], [[αναντίρρητος]], [[βέβαιος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμφήριστος Medium diacritics: ἀναμφήριστος Low diacritics: αναμφήριστος Capitals: ΑΝΑΜΦΗΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anamphḗristos Transliteration B: anamphēristos Transliteration C: anamfiristos Beta Code: a)namfh/ristos

English (LSJ)

ἀναμφήριστον, = ἀναμφίβολος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 indiscutible Χριστὸς ἀ. ἔπος μυθήσατο Nonn.Par.Eu.Io.10.34, cf. Hsch.
2 adv. -ως con claridad δειχθήσεται ἀ. ... ἡ κατὰ Ἑβραίους φιλοσοφία Clem.Al.Strom.1.21.101.

German (Pape)

[Seite 198] unbestritten, gewiß, Nonn. – Adv -ίστως, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμφήριστος: -ον, ἀδιαφιλονείκητος, ἀναμφίβολος, ὡς ὁ Schneid. ἐν Τίμωνι παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. P. 1. 224· ἄλλοι ἔχουσιν ἐπαμφήριστος. - Ἐπίρρ. -τως Κλήμ. Ἀλ. 378.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναμφήριστος, -ον) άμφήριστος
αναμφίβολος, αναντίρρητος, βέβαιος.