ἀνωφέλητος: Difference between revisions

(5)
m (Text replacement - "S.''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anofelitos
|Transliteration C=anofelitos
|Beta Code=a)nwfe/lhtos
|Beta Code=a)nwfe/lhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unprofitable, useless</b>, <b class="b3">τινί</b> <b class="b2">to</b> one, <span class="bibl">A. <span class="title">Ch.</span>752</span>: abs., <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>645</span>, <span class="bibl"><span class="title">El.</span>1144</span>; γῆ <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">helpless</b>, ἄνθρωπος <span class="bibl">Eup.377</span>; ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός <span class="bibl">Stratt.9</span> D.</span>
|Definition=ἀνωφέλητον,<br><span class="bld">A</span> [[unprofitable]], [[useless]], [[τινί]] [[to]] one, A. ''Ch.''752: abs., [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''645, ''El.''1144; γῆ [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.11.<br><span class="bld">II</span> [[helpless]], ἄνθρωπος Eup.377; ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.9 D.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inútil]] ἐμοί A.<i>Ch</i>.752, ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.71c<br /><b class="num">•</b>abs. τέκνα S.<i>Ant</i>.645, τροφή S.<i>El</i>.1144, γῆ X.<i>Cyr</i>.1.6.11.<br /><b class="num">2</b> [[desvalido]] [[ἄνθρωπος]] Eup.377.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0269.png Seite 269]] 1) nicht genutzt, unbenutzt, z. B. ein unbestellter Acker, Xen. Cyr. 1, 6, 11. – 2) nach Phryn. B. A. 24 ἰδίως ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι; bei Eupolis [[ἄνθρωπος]], hoffnungslos, dem nichtzu helfen ist, οἱ δὲ πολλοὶ ἐπὶ τοῦ μὴ ὠφελεῖν θέλοντος ἢ δυναμένου; nutzlos, ἀνωφέλητα τλῆναι Aesch. Ch. 741; nichtsnutzig, Soph. Ant. 645; fruchtlos, vergeblich, El. 1144.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0269.png Seite 269]] 1) nicht genutzt, unbenutzt, z. B. ein unbestellter Acker, Xen. Cyr. 1, 6, 11. – 2) nach Phryn. B. A. 24 ἰδίως ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι; bei Eupolis [[ἄνθρωπος]], hoffnungslos, dem nichtzu helfen ist, οἱ δὲ πολλοὶ ἐπὶ τοῦ μὴ ὠφελεῖν θέλοντος ἢ δυναμένου; nutzlos, ἀνωφέλητα τλῆναι Aesch. Ch. 741; nichtsnutzig, Soph. Ant. 645; fruchtlos, vergeblich, El. 1144.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui ne procure aucun profit]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὠφελέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνωφέλητος:'''<br /><b class="num">1</b> [[неиспользуемый]], [[не приносящий пользы]] (γῆ Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[бесполезный]], [[бесплодный]], [[напрасный]] ([[τροφή]] Soph.): ἀνωφέλητα [[τλῆναι]] Aesch. напрасно страдать;<br /><b class="num">3</b> [[негодный]] (τέκνα Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνωφέλητος''': -ον, [[ἀνωφελής]], [[μάταιος]], [[ἄχρηστος]], τινί, εἴς τινα Αἰσχύλ. Χ. 752· ἀπολ., Σοφ. Ἀντ. 645, Ἠλ. 1144· γῆ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 11. ΙΙ. ἀνωφ. [[ἄνθρωπος]], «ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι», Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 87 (Α. Β. 4, 24).
|lstext='''ἀνωφέλητος''': -ον, [[ἀνωφελής]], [[μάταιος]], [[ἄχρηστος]], τινί, εἴς τινα Αἰσχύλ. Χ. 752· ἀπολ., Σοφ. Ἀντ. 645, Ἠλ. 1144· γῆ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 11. ΙΙ. ἀνωφ. [[ἄνθρωπος]], «ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι», Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 87 (Α. Β. 4, 24).
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui ne procure aucun profit.<br />'''Étymologie:''' , [[ὠφελέω]].
|mltxt=, -ο (Α [[ἀνωφέλητος]] -ον)<br /><b>1.</b> [[ανώφελος]], [[άχρηστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί ή δεν θέλει να ωφεληθεί από [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνωφέλητος:''' -ον ([[ὠφελέω]]), [[ανωφελής]], [[μάταιος]], [[άχρηστος]], σε Σοφ.· <i>τινι</i>, σε κάποιον, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{DGE
{{mdlsj
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inútil]] ἐμοί A.<i>Ch</i>.752, ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.71c<br /><b class="num">•</b>abs. τέκνα S.<i>Ant</i>.645, τροφή S.<i>El</i>.1144, γῆ X.<i>Cyr</i>.1.6.11.<br /><b class="num">2</b> [[desvalido]] [[ἄνθρωπος]] Eup.377.
|mdlsjtxt=[[ὠφελέω]]<br />[[unprofitable]], [[useless]], Soph.; τινι to one, Aesch.
}}
}}
{{grml
{{WoodhouseReversedUncategorized
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνωφέλητος]] -ον)<br /><b>1.</b> [[ανώφελος]], [[άχρηστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί ή δεν θέλει να ωφεληθεί από [[κάτι]].
|woodrun=[[ineffectual]], [[useless]], [[vain]]
}}
}}

Latest revision as of 07:43, 13 November 2024

English (LSJ)

ἀνωφέλητον,
A unprofitable, useless, τινί to one, A. Ch.752: abs., S.Ant.645, El.1144; γῆ X.Cyr.1.6.11.
II helpless, ἄνθρωπος Eup.377; ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.9 D.

Spanish (DGE)

-ον
1 inútil ἐμοί A.Ch.752, ἀ. καὶ θεοῖς ἐχθρός Stratt.71c
abs. τέκνα S.Ant.645, τροφή S.El.1144, γῆ X.Cyr.1.6.11.
2 desvalido ἄνθρωπος Eup.377.

German (Pape)

[Seite 269] 1) nicht genutzt, unbenutzt, z. B. ein unbestellter Acker, Xen. Cyr. 1, 6, 11. – 2) nach Phryn. B. A. 24 ἰδίως ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι; bei Eupolis ἄνθρωπος, hoffnungslos, dem nichtzu helfen ist, οἱ δὲ πολλοὶ ἐπὶ τοῦ μὴ ὠφελεῖν θέλοντος ἢ δυναμένου; nutzlos, ἀνωφέλητα τλῆναι Aesch. Ch. 741; nichtsnutzig, Soph. Ant. 645; fruchtlos, vergeblich, El. 1144.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne procure aucun profit.
Étymologie: , ὠφελέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνωφέλητος:
1 неиспользуемый, не приносящий пользы (γῆ Xen.);
2 бесполезный, бесплодный, напрасный (τροφή Soph.): ἀνωφέλητα τλῆναι Aesch. напрасно страдать;
3 негодный (τέκνα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνωφέλητος: -ον, ἀνωφελής, μάταιος, ἄχρηστος, τινί, εἴς τινα Αἰσχύλ. Χ. 752· ἀπολ., Σοφ. Ἀντ. 645, Ἠλ. 1144· γῆ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 11. ΙΙ. ἀνωφ. ἄνθρωπος, «ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου ἢ μὴ βουλομένου ὠφεληθῆναι», Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 87 (Α. Β. 4, 24).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνωφέλητος -ον)
1. ανώφελος, άχρηστος
2. αυτός που δεν μπορεί ή δεν θέλει να ωφεληθεί από κάτι.

Greek Monotonic

ἀνωφέλητος: -ον (ὠφελέω), ανωφελής, μάταιος, άχρηστος, σε Σοφ.· τινι, σε κάποιον, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὠφελέω
unprofitable, useless, Soph.; τινι to one, Aesch.

English (Woodhouse)

ineffectual, useless, vain