αγιοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἁγιωσύνη]])<br /><b>1.</b> [[αγιότητα]], [[ιερότητα]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσφώνηση]] αρχιερέως και ιερέως) «η [[αγιοσύνη]] σου».<br /><b>μσν.</b><br />η [[αγνότητα]] (ως μια από τις αρετές που συνθέτουν την [[αγιοσύνη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅγιος]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>σύνη</i>].
|mltxt=η (AM [[ἁγιωσύνη]])<br /><b>1.</b> [[αγιότητα]], [[ιερότητα]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσφώνηση]] αρχιερέως και ιερέως) «η [[αγιοσύνη]] σου».<br /><b>μσν.</b><br />η [[αγνότητα]] (ως μια από τις αρετές που συνθέτουν την [[αγιοσύνη]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅγιος]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>σύνη</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (AM ἁγιωσύνη)
1. αγιότητα, ιερότητα
2. (ως προσφώνηση αρχιερέως και ιερέως) «η αγιοσύνη σου».
μσν.
η αγνότητα (ως μια από τις αρετές που συνθέτουν την αγιοσύνη).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅγιος + παραγ. κατάλ. -σύνη].