ιερότητα

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

και ιερότη, ἡ (Μ ἱερότης) ιερός
η ιδιότητα του ιερού, αγιότητα, αγιοσύνη, οσιότητα
νεοελλ.
το να είναι κάτι ιερό, σεπτό και απαραβίαστο (α. «η ιερότητα του όρκου» β. «η ιερότητα της μητρικής στοργής»)
μσν.
προσωνυμία ή προσφώνηση προς ιερωμένους («ἡ ἱερότης σας», Τζέτζ.).