άμελος: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[επιμέλεια]], που δείχνει [[αδιαφορία]], αφροντισιά, [[ανέμελος]], [[φυγόπονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμελώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμελιά]]].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[επιμέλεια]], που δείχνει [[αδιαφορία]], αφροντισιά, [[ανέμελος]], [[φυγόπονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αμελώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμελιά]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει επιμέλεια, που δείχνει αδιαφορία, αφροντισιά, ανέμελος, φυγόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμελώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμελιά].