αλίστονος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁλίστονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ηχεί όπως η [[θάλασσα]] ή αντηχεί από την [[πρόσκρουση]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> (για τους ψαράδες) αυτός που στενάζει, που μοχθεί στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἁλίστονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ηχεί όπως η [[θάλασσα]] ή αντηχεί από την [[πρόσκρουση]] της θάλασσας<br /><b>2.</b> (για τους ψαράδες) αυτός που στενάζει, που μοχθεί στη [[θάλασσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[στόνος]] «[[στεναγμός]]» <span style="color: red;"><</span> [[στένω]] «[[στενάζω]]»]. | ||
}} | }} |