αντίθεος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
(4)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀντίθεος]], -έη, -ον)<br /><b>1.</b> [[άπιστος]], [[άθεος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[αντίθεος]]<br />ο [[διάβολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[άδικος]] και [[σκληρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> εχθρική [[θεότητα]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀντίθεος]], -έη, -ον)<br /><b>1.</b> [[άπιστος]], [[άθεος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αντίθεος]]<br />ο [[διάβολος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[άδικος]] και [[σκληρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> εχθρική [[θεότητα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀντίθεος, -έη, -ον)
1. άπιστος, άθεος
2. το αρσ. ως ουσ. ο αντίθεος
ο διάβολος
νεοελλ.
μτφ. άδικος και σκληρός
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. εχθρική θεότητα.