ακρόλοφος: Difference between revisions
From LSJ
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀκρόλοφος]]) (Α και -ος, -ον)<br />[[κορυφή]] όρους, [[βουνοκορφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που καταλήγει σε [[κορυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (Α [[ἀκρόλοφος]]) (Α και -ος, -ον)<br />[[κορυφή]] όρους, [[βουνοκορφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που καταλήγει σε [[κορυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρολοφία]], [[ἀκρολοφίτης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:03, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο (Α ἀκρόλοφος) (Α και -ος, -ον)
κορυφή όρους, βουνοκορφή
αρχ.
ως επίθ. αυτός που καταλήγει σε κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + λόφος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρολοφία, ἀκρολοφίτης.