ἀπαράθραυστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aparathrafstos
|Transliteration C=aparathrafstos
|Beta Code=a)para/qraustos
|Beta Code=a)para/qraustos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unshaken, not to be shaken</b>, <span class="bibl">Olymp.<span class="title">in Phlb.</span>p.274S.</span>, <span class="bibl">Eustr.<span class="title">in EN</span>297.26</span>.</span>
|Definition=ἀπαράθραυστον, [[unshaken]], [[not to be shaken]], Olymp.''in Phlb.''p.274S., Eustr.''in EN''297.26.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[ininterrumpido]] μεταβολή Dam.<i>in Phlb</i>.191.<br /><b class="num">2</b> [[inconmovible]] πίστις Ath.Al.M.28.1585A, κανών <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.169.19, cf. Eustr.<i>in EN</i> 297.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαράθραυστος''': -ον, ὁ μὴ θραυόμενος, [[ἀδιάσειστος]], [[ἀσάλευτος]], τὴν πίστην συντηρήσειν ἀπαράθραυστον Ἀθαν. τ. 2. σ. 229D.
|lstext='''ἀπαράθραυστος''': -ον, ὁ μὴ θραυόμενος, [[ἀδιάσειστος]], [[ἀσάλευτος]], τὴν πίστην συντηρήσειν ἀπαράθραυστον Ἀθαν. τ. 2. σ. 229D.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[ininterrumpido]] μεταβολή Dam.<i>in Phlb</i>.191.<br /><b class="num">2</b> [[inconmovible]] πίστις Ath.Al.M.28.1585A, κανών <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.169.19, cf. Eustr.<i>in EN</i> 297.26.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαράθραυστος]], -ον (AM)<br />αυτός που δεν μπορεί να σπάσει, ο [[ασάλευτος]] («τὴν πίστιν ἀπαράθραυστον ἔχοντες»).
|mltxt=[[ἀπαράθραυστος]], -ον (AM)<br />αυτός που δεν μπορεί να σπάσει, ο [[ασάλευτος]] («τὴν πίστιν ἀπαράθραυστον ἔχοντες»).
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράθραυστος Medium diacritics: ἀπαράθραυστος Low diacritics: απαράθραυστος Capitals: ΑΠΑΡΑΘΡΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: aparáthraustos Transliteration B: aparathraustos Transliteration C: aparathrafstos Beta Code: a)para/qraustos

English (LSJ)

ἀπαράθραυστον, unshaken, not to be shaken, Olymp.in Phlb.p.274S., Eustr.in EN297.26.

Spanish (DGE)

-ον
1 ininterrumpido μεταβολή Dam.in Phlb.191.
2 inconmovible πίστις Ath.Al.M.28.1585A, κανών Tz.Comm.Ar.1.169.19, cf. Eustr.in EN 297.26.

German (Pape)

[Seite 279] nicht abgebrochen, Eustrat. zu Nicom. 1, 5 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράθραυστος: -ον, ὁ μὴ θραυόμενος, ἀδιάσειστος, ἀσάλευτος, τὴν πίστην συντηρήσειν ἀπαράθραυστον Ἀθαν. τ. 2. σ. 229D.

Greek Monolingual

ἀπαράθραυστος, -ον (AM)
αυτός που δεν μπορεί να σπάσει, ο ασάλευτος («τὴν πίστιν ἀπαράθραυστον ἔχοντες»).