γνοφερός: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(8)
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γνοφερός''': γνόφος, γνοφόω, γνοφώδης, ἴδε ἐν δνοφ-.
|lstext='''γνοφερός''': [[γνόφος]], [[γνοφόω]], [[γνοφώδης]], ἴδε ἐν [[δνοφερός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -ό (Α [[γνοφερός]], -ά, -όν) [[γνόφος]]<br />[[σκοτεινός]].
|mltxt=-ά, -ό (Α [[γνοφερός]], -ά, -όν) [[γνόφος]]<br />[[σκοτεινός]].
}}
{{pape
|ptext== [[δνοφερός]].
}}
}}

Latest revision as of 16:43, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

γνοφερός: γνόφος, γνοφόω, γνοφώδης, ἴδε ἐν δνοφερός.

Greek Monolingual

-ά, -ό (Α γνοφερός, -ά, -όν) γνόφος
σκοτεινός.

German (Pape)

δνοφερός.