ενδελεχής: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(11) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἐνδελεχής]], -ές)<br /><b>1.</b> συνεχόμενος, [[αδιάλειπτος]] («διὰ πυρὸς | |mltxt=-ές (AM [[ἐνδελεχής]], -ές)<br /><b>1.</b> συνεχόμενος, [[αδιάλειπτος]] («διὰ πυρὸς ἐνδελεχοῦς», ΠΔ<br /><b>2.</b> [[επίμονος]], πολύ [[προσεκτικός]] («[[ενδελεχής]] [[έρευνα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐνδελεχές</i><br />[[ενδελέχεια]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:55, 13 June 2022
Greek Monolingual
-ές (AM ἐνδελεχής, -ές)
1. συνεχόμενος, αδιάλειπτος («διὰ πυρὸς ἐνδελεχοῦς», ΠΔ
2. επίμονος, πολύ προσεκτικός («ενδελεχής έρευνα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδελεχές
ενδελέχεια.