ψυχοσωματικός: Difference between revisions

From LSJ

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ψυχή]] και στο [[σώμα]] συγχρόνως, [[καθώς]] και στις [[μεταξύ]] τους αλληλεπιδράσεις («ψυχοσωματικά αίτια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>psychosomatique</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> [[σώμα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ψυχή]] και στο [[σώμα]] συγχρόνως, [[καθώς]] και στις [[μεταξύ]] τους αλληλεπιδράσεις («ψυχοσωματικά αίτια»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. γαλλ. <i>psychosomatique</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> [[σώμα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή και στο σώμα συγχρόνως, καθώς και στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις («ψυχοσωματικά αίτια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychosomatique (< ψυχή + σώμα + κατάλ. -ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].