αβάσκαντος: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀβάσκαντος]], -ον) [[βασκαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν βασκάνθηκε ή δεν μπορεί να βασκανθεί<br /><b>2.</b> αυτός που δεν βασκαίνει, δεν βλάπτει, δεν ματιάζει<br />(νεοελλ., το ουδ. ως ουσ.) <i>το αβάσκαντο</i><br />το [[φυλαχτό]] που εμποδίζει τη [[βασκανία]] (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. [[φυλακτήριον]], <i>περίαπτον</i>).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀβάσκαντος]], -ον) [[βασκαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν βασκάνθηκε ή δεν μπορεί να βασκανθεί<br /><b>2.</b> αυτός που δεν βασκαίνει, δεν βλάπτει, δεν ματιάζει<br />(νεοελλ., το ουδ. ως ουσ.) <i>το αβάσκαντο</i><br />το [[φυλαχτό]] που εμποδίζει τη [[βασκανία]] (πρβλ. αρχ. [[φυλακτήριον]], <i>περίαπτον</i>).
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀβάσκαντος, -ον) βασκαίνω
1. αυτός που δεν βασκάνθηκε ή δεν μπορεί να βασκανθεί
2. αυτός που δεν βασκαίνει, δεν βλάπτει, δεν ματιάζει
(νεοελλ., το ουδ. ως ουσ.) το αβάσκαντο
το φυλαχτό που εμποδίζει τη βασκανία (πρβλ. αρχ. φυλακτήριον, περίαπτον).