ωδικός: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(47c) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ᾠδικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ᾠδή]]<br />ο [[επιδέξιος]], ο [[ικανός]] στο να τραγουδά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό / [[ᾠδικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ᾠδή]]<br />ο [[επιδέξιος]], ο [[ικανός]] στο να τραγουδά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ωδική]]<br />α) η [[τέχνη]] του τραγουδιού<br />β) το [[μάθημα]] της φωνητικής μουσικής<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ωδικά πτηνά» — πτηνά που έχουν μελωδική [[φωνή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ᾠδικός]]<br />ο [[μουσικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ωδικώς</i> /<i>ᾠδικῶς</i>, ΝΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο ωδικό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό / ᾠδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ᾠδή
ο επιδέξιος, ο ικανός στο να τραγουδά
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η ωδική
α) η τέχνη του τραγουδιού
β) το μάθημα της φωνητικής μουσικής
2. φρ. «ωδικά πτηνά» — πτηνά που έχουν μελωδική φωνή
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ᾠδικός
ο μουσικός.
επίρρ...
ωδικώς /ᾠδικῶς, ΝΜΑ
κατά τρόπο ωδικό.