ενοειδής: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(12)
 
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑνοειδής]], -ές (AM)<br /><b>1.</b> [[ενιαίος]], [[μονοειδής]], [[μοναδικός]], [[απλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[κάτι]] ενιαίο, μοναδικό, με τον θεό («ἑνοειδεῑς<br />ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι», <b>Ησύχ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑνοειδῶς</i><br />μονοειδώς, μονομόρφως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εις</i>, <i>ενός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]].
|mltxt=[[ἑνοειδής]], -ές (AM)<br /><b>1.</b> [[ενιαίος]], [[μονοειδής]], [[μοναδικός]], [[απλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[κάτι]] ενιαίο, μοναδικό, με τον θεό («ἑνοειδεῖς<br />ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι», <b>Ησύχ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑνοειδῶς</i><br />μονοειδώς, μονομόρφως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εις</i>, <i>ενός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 27 May 2022

Greek Monolingual

ἑνοειδής, -ές (AM)
1. ενιαίος, μονοειδής, μοναδικός, απλός
2. αυτός που μοιάζει με κάτι ενιαίο, μοναδικό, με τον θεό («ἑνοειδεῖς
ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι», Ησύχ.).
επίρρ...
ἑνοειδῶς
μονοειδώς, μονομόρφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + -ειδής < είδος].