ενεργοποίηση: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> η [[τεχνική]] της μετατροπής ενός ισοτόπου σε ραδιενεργό με τη [[μετάδοση]] σ' αυτό ραδιενέργειας με βομβαρδισμό του [[είτε]] με νετρόνια [[είτε]] με [[ακτινοβολία]] άλλου τύπου<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[επανεμφάνιση]] φαινομένων που είχαν υποχωρήσει («[[ενεργοποίηση]] νόσου», «[[ενεργοποίηση]] ορού»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου ( | |mltxt=η<br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> η [[τεχνική]] της μετατροπής ενός ισοτόπου σε ραδιενεργό με τη [[μετάδοση]] σ' αυτό ραδιενέργειας με βομβαρδισμό του [[είτε]] με νετρόνια [[είτε]] με [[ακτινοβολία]] άλλου τύπου<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[επανεμφάνιση]] φαινομένων που είχαν υποχωρήσει («[[ενεργοποίηση]] νόσου», «[[ενεργοποίηση]] ορού»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>activisation</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. φυσ. η τεχνική της μετατροπής ενός ισοτόπου σε ραδιενεργό με τη μετάδοση σ' αυτό ραδιενέργειας με βομβαρδισμό του είτε με νετρόνια είτε με ακτινοβολία άλλου τύπου
2. ιατρ. επανεμφάνιση φαινομένων που είχαν υποχωρήσει («ενεργοποίηση νόσου», «ενεργοποίηση ορού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. activisation)].