ενεργοποίηση
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
η
1. φυσ. η τεχνική της μετατροπής ενός ισοτόπου σε ραδιενεργό με τη μετάδοση σ' αυτό ραδιενέργειας με βομβαρδισμό του είτε με νετρόνια είτε με ακτινοβολία άλλου τύπου
2. ιατρ. επανεμφάνιση φαινομένων που είχαν υποχωρήσει («ενεργοποίηση νόσου», «ενεργοποίηση ορού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. activisation)].