αδιάλυτος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιάλυτος]], -ον) [[διαλύω]]<br />ό,τι δεν διαλύθηκε ή δεν μπορεί να διαλυθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ό,τι δεν διασκορπίστηκε ή δεν έλειωσε<br /><b>2.</b> [[ανεξιχνίαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασυμφιλίωτος]], [[αδιάλλακτος]]<br /><b>2.</b> [[άφθαρτος]], [[ακατάλυτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[διαλύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδιαλυτότητα]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιάλυτος]], -ον) [[διαλύω]]<br />ό,τι δεν διαλύθηκε ή δεν μπορεί να διαλυθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ό,τι δεν διασκορπίστηκε ή δεν έλειωσε<br /><b>2.</b> [[ανεξιχνίαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασυμφιλίωτος]], [[αδιάλλακτος]]<br /><b>2.</b> [[άφθαρτος]], [[ακατάλυτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[διαλύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδιαλυτότητα]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάλυτος, -ον) διαλύω
ό,τι δεν διαλύθηκε ή δεν μπορεί να διαλυθεί
νεοελλ.
1. ό,τι δεν διασκορπίστηκε ή δεν έλειωσε
2. ανεξιχνίαστος
αρχ.
1. ασυμφιλίωτος, αδιάλλακτος
2. άφθαρτος, ακατάλυτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + διαλύω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαλυτότητα].