αδαμαντόδετος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδαμαντόδετος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για κοσμήματα) ο στολισμένος με διαμάντια, [[αδαμαντοκόλλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[στερεά]] δεμένος, προσαρμοσμένος με [[σίδερο]], [[σιδερόδετος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδαμαντόδετος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για κοσμήματα) ο στολισμένος με διαμάντια, [[αδαμαντοκόλλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[στερεά]] δεμένος, προσαρμοσμένος με [[σίδερο]], [[σιδερόδετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀδάμας]] <span style="color: red;">+</span> <i>δέω</i> (= [[δένω]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:26, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδαμαντόδετος, -ον)
νεοελλ.
(για κοσμήματα) ο στολισμένος με διαμάντια, αδαμαντοκόλλητος
αρχ.
ο στερεά δεμένος, προσαρμοσμένος με σίδερο, σιδερόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδάμας + δέω (= δένω)].