τεφροειδής: Difference between revisions
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tefroeidis | |Transliteration C=tefroeidis | ||
|Beta Code=tefroeidh/s | |Beta Code=tefroeidh/s | ||
|Definition=ές, < | |Definition=τεφροειδές, [[like ashes]], [[ash-coloured]], Dsc.4.109, Aret.''SD''1.14. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1102.png Seite 1102]] ές, wie Asche, aschgrau, Diosc. u. a. Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τεφροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς τέφραν, τεφρόχρους, Διόσκ. 4. 110. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της τέφρας, [[σταχτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιάζει με την [[τέφρα]] ως [[προς]] τη [[σύσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέφρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:47, 25 August 2023
English (LSJ)
τεφροειδές, like ashes, ash-coloured, Dsc.4.109, Aret.SD1.14.
German (Pape)
[Seite 1102] ές, wie Asche, aschgrau, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τεφροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέφραν, τεφρόχρους, Διόσκ. 4. 110.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το χρώμα της τέφρας, σταχτής
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με την τέφρα ως προς τη σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + -ειδής].