αδιήγητος: Difference between revisions
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
(1) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιήγητος]], -ον) [[ | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιήγητος]], -ον) [[διηγοῦμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον διηγήθηκε ή δεν τον περιέγραψε [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> που δεν μπορεί να τον διηγηθεί ή να τον περιγράψει [[κανείς]], [[απερίγραπτος]], [[ανείπωτος]], [[ανεκδιήγητος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:24, 26 March 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιήγητος, -ον) διηγοῦμαι
1. αυτός που δεν τον διηγήθηκε ή δεν τον περιέγραψε κάποιος
2. που δεν μπορεί να τον διηγηθεί ή να τον περιγράψει κανείς, απερίγραπτος, ανείπωτος, ανεκδιήγητος.