αεριοποιώ: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-έω)<br />[[μετατρέπω]] [[στερεά]] ή υγρά [[καύσιμα]] σε [[αέρια]] [[καύσιμα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(-έω)<br />[[μετατρέπω]] [[στερεά]] ή υγρά [[καύσιμα]] σε [[αέρια]] [[καύσιμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέριο]] <span style="color: red;">+</span> [[ποιώ]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. <i>gazeifier</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αεριοποίηση]], [[αεριοποιητικός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
(-έω)
μετατρέπω στερεά ή υγρά καύσιμα σε αέρια καύσιμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέριο + ποιώ
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gazeifier.
ΠΑΡ. αεριοποίηση, αεριοποιητικός].