αεριοποιώ: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έω)<br />[[μετατρέπω]] [[στερεά]] ή υγρά [[καύσιμα]] σε [[αέρια]] [[καύσιμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέριο]] <span style="color: red;">+</span> [[ποιώ]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>gazeifier</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αεριοποίηση]], [[αεριοποιητικός]]].
|mltxt=(-έω)<br />[[μετατρέπω]] [[στερεά]] ή υγρά [[καύσιμα]] σε [[αέρια]] [[καύσιμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέριο]] <span style="color: red;">+</span> [[ποιώ]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. <i>gazeifier</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αεριοποίηση]], [[αεριοποιητικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

(-έω)
μετατρέπω στερεά ή υγρά καύσιμα σε αέρια καύσιμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέριο + ποιώ
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gazeifier.
ΠΑΡ. αεριοποίηση, αεριοποιητικός].