αερσίλοφος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀερσίλοφος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) όποιος έχει ψηλό λόφο ή (για πρόσωπα) ψηλό [[λοφίο]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀερσίλοφος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) όποιος έχει ψηλό λόφο ή (για πρόσωπα) ψηλό [[λοφίο]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἀερσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀείρω]] Ι) <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] «[[λόφος]] βουνού, [[λοφίο]] περικεφαλαίας, ο [[αυχένας]], [[θύσανος]] τριχών ή πτερών»]. | ||
}} | }} |