Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αερσίλοφος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀερσίλοφος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) όποιος έχει ψηλό λόφο ή (για πρόσωπα) ψηλό [[λοφίο]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἀερσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀείρω]] Ι) <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] «[[λόφος]] βουνού, [[λοφίο]] περικεφαλαίας, ο [[αυχένας]], [[θύσανος]] τριχών ή πτερών»].
|mltxt=[[ἀερσίλοφος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) όποιος έχει ψηλό λόφο ή (για πρόσωπα) ψηλό [[λοφίο]] περικεφαλαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἀερσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀείρω]] Ι) <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] «[[λόφος]] βουνού, [[λοφίο]] περικεφαλαίας, ο [[αυχένας]], [[θύσανος]] τριχών ή πτερών»].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀερσίλοφος, -ον (Α)
(για τόπο) όποιος έχει ψηλό λόφο ή (για πρόσωπα) ψηλό λοφίο περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ἀερσι- (< ἀείρω Ι) + λόφος «λόφος βουνού, λοφίο περικεφαλαίας, ο αυχένας, θύσανος τριχών ή πτερών»].