εύσχημος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔσχημος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[σχήμα]], ευπρεπή [[εμφάνιση]], ο [[κόσμιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] επιφανειακά δικαιολογημένος, ο [[ευλογοφανής]] («εύσχημη [[άρνηση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευσχήμως</i> (Α εὐσχήμως)<br />με τρόπο εύσχημο, ευπρεπώς, αξιοπρεπώς<br /><b>νεοελλ.</b><br />ευλογοφανώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>σχημος</i>, [[μεγαλό]]-<i>σχημος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔσχημος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[σχήμα]], ευπρεπή [[εμφάνιση]], ο [[κόσμιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] επιφανειακά δικαιολογημένος, ο [[ευλογοφανής]] («εύσχημη [[άρνηση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευσχήμως</i> (Α εὐσχήμως)<br />με τρόπο εύσχημο, ευπρεπώς, αξιοπρεπώς<br /><b>νεοελλ.</b><br />ευλογοφανώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχήμα]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>σχημος</i>, [[μεγαλό]]-<i>σχημος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔσχημος, -ον)
αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ευπρεπή εμφάνιση, ο κόσμιος
νεοελλ.
αυτός που είναι επιφανειακά δικαιολογημένος, ο ευλογοφανής («εύσχημη άρνηση»).
επίρρ...
ευσχήμως (Α εὐσχήμως)
με τρόπο εύσχημο, ευπρεπώς, αξιοπρεπώς
νεοελλ.
ευλογοφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχημος (< σχήμα), πρβλ. ά-σχημος, μεγαλό-σχημος].