εὔσχημος
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
εὔσχημον, = εὐσχήμων, EM398.19; ῥυθμοί v.l. in D.H.Comp. 17. Adv. εὐσχήμως = v.l. in E.Hec.569.
German (Pape)
[Seite 1101] = εὐσχήμων, D. Cass. 44, 2. – Adv., εὐσχήμως πεσεῖν Eur. Hec. 569.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. εὐσχήμων.
Étymologie: εὖ, σχῆμα.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσχημος: -ον, εὐσχήμων, Δίων Κ. 44. - Επίρρ. -μως, Εὐρ. Ἑκ. 569.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔσχημος, -ον)
αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ευπρεπή εμφάνιση, ο κόσμιος
νεοελλ.
αυτός που είναι επιφανειακά δικαιολογημένος, ο ευλογοφανής («εύσχημη άρνηση»).
επίρρ...
ευσχήμως (Α εὐσχήμως)
με τρόπο εύσχημο, ευπρεπώς, αξιοπρεπώς
νεοελλ.
ευλογοφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχημος (< σχήμα), πρβλ. ά-σχημος, μεγαλό-σχημος].
Greek Monotonic
εὔσχημος: -ον, = εὐσχήμων· επίρρ. -μως, με ευπρέπεια, με σεμνότητα, σε Ευρ.