τιμοῦς: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=timoys
|Transliteration C=timoys
|Beta Code=timou=s
|Beta Code=timou=s
|Definition=οῦσσα, οῦν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">high-priced</b>, Comp. τιμούστερος <span class="title">IPE</span>12.32<span class="hiitalic">A</span>61 (Olbia, iii B.C.): acc. pl. <b class="b3">τιμοῦντας</b> glossed <b class="b3">τιμίους ὄντας</b> in Hsch., as if a participle.</span>
|Definition=τιμοῦσσα, τιμοῦν, [[high-priced]], Comp. τιμούστερος ''IPE''12.32A61 (Olbia, iii B.C.): acc. pl. [[τιμοῦντας]] glossed <b class="b3">τιμίους ὄντας</b> in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], as if a participle.
}}
{{ls
|lstext='''τῑμοῦς''': οῦσα, οῦν, ὁ ἔχων μεγάλην τιμήν, ἀκριβός, συγκρ. τιμούστερος, προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου (δηλ. τοῦ σίτου) Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α.
}}
{{grml
|mltxt=-οῦσα και -οῦσσα, -οῦν και άχρ. [[ασυναίρετος]] τ. [[τιμόεις]], -εσσα, -εν, Α<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[τιμή]], [[ακριβός]] («προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου [τοῦ σίτου]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῖμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> / -<i>οῦς</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμοῦς Medium diacritics: τιμοῦς Low diacritics: τιμούς Capitals: ΤΙΜΟΥΣ
Transliteration A: timoûs Transliteration B: timous Transliteration C: timoys Beta Code: timou=s

English (LSJ)

τιμοῦσσα, τιμοῦν, high-priced, Comp. τιμούστερος IPE12.32A61 (Olbia, iii B.C.): acc. pl. τιμοῦντας glossed τιμίους ὄντας in Hsch., as if a participle.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμοῦς: οῦσα, οῦν, ὁ ἔχων μεγάλην τιμήν, ἀκριβός, συγκρ. τιμούστερος, προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου (δηλ. τοῦ σίτου) Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α.

Greek Monolingual

-οῦσα και -οῦσσα, -οῦν και άχρ. ασυναίρετος τ. τιμόεις, -εσσα, -εν, Α
αυτός που έχει μεγάλη τιμή, ακριβός («προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου [τοῦ σίτου]», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῖμος + κατάλ. -όεις / -οῦς (βλ. λ. -όεις)].