αιολόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αἰολόφωνος]], -ον (Α)<br />ο [[ποικιλόφωνος]], αυτός που έχει [[ποικιλία]] στους τόνους του τραγουδιού του.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[αἰολόφωνος]], -ον (Α)<br />ο [[ποικιλόφωνος]], αυτός που έχει [[ποικιλία]] στους τόνους του τραγουδιού του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰόλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:45, 29 December 2020
Greek Monolingual
αἰολόφωνος, -ον (Α)
ο ποικιλόφωνος, αυτός που έχει ποικιλία στους τόνους του τραγουδιού του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + -φωνος < φωνή.