αεροθάλαμος: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[κλειστός]] [[χώρος]], [[θάλαμος]] στον οποίο εναποθηκεύεται [[αέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> [[θάλαμος]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>airchamber</i>].
|mltxt=ο<br />[[κλειστός]] [[χώρος]], [[θάλαμος]] στον οποίο εναποθηκεύεται [[αέρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> [[θάλαμος]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>airchamber</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:31, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
κλειστός χώρος, θάλαμος στον οποίο εναποθηκεύεται αέρας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + θάλαμος
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. airchamber].