αιολόστομος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰολόστομος]], -ον (Α)<br />(για χρησμούς) [[ασαφής]], [[αόριστος]], διφορούμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰόλος]] <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]].
|mltxt=[[αἰολόστομος]], -ον (Α)<br />(για χρησμούς) [[ασαφής]], [[αόριστος]], διφορούμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰόλος]] <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]].
}}
}}

Latest revision as of 22:45, 29 December 2020

Greek Monolingual

αἰολόστομος, -ον (Α)
(για χρησμούς) ασαφής, αόριστος, διφορούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰόλος + στόμα.