ακαπνία: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η <b>Ιατρ.</b><br />ουσιαστικά, η [[ελάττωση]] ([[υποκαπνία]]) του διοξειδίου του άνθρακα στο [[αίμα]] λόγω υπερβολικού αερισμού τών κυψελίδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>acapnia</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[άκαπνος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καπνός]].
|mltxt=η <b>Ιατρ.</b><br />ουσιαστικά, η [[ελάττωση]] ([[υποκαπνία]]) του διοξειδίου του άνθρακα στο [[αίμα]] λόγω υπερβολικού αερισμού τών κυψελίδων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>acapnia</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[άκαπνος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καπνός]].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

η Ιατρ.
ουσιαστικά, η ελάττωση (υποκαπνία) του διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα λόγω υπερβολικού αερισμού τών κυψελίδων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < acapnia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < επίθ. άκαπνος < α- στερητ. + καπνός.