ηλιάς: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡλιάς]], ἡ (Α) (μτγν. θηλ. του επίθ. [[ηλιακός]]) [[ήλιος]]<br /><b>1.</b> η ηλιακή («ἡλιὰς [[ἀκτίς]]»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ Ἡλιάδες</i><br />οι αδελφές του Φαέθοντος που από τη [[λύπη]] τους για τον θάνατο του αδελφού τους μεταμορφώθηκαν σε αιγείρους, δηλ. σε ψηλές λεύκες<br /><b>3.</b> η αφιερωμένη στον ήλιο («τῆς ἡλιάδος ἁψόμενοι Ῥόδου» — [[αφού]] προσεγγίσατε τη Ρόδο,την αφιερωμένη στον ήλιο, <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡλιάδες<br />αἱ κατάχρυσοι κλῑναι».
|mltxt=[[ἡλιάς]], ἡ (Α) (μτγν. θηλ. του επίθ. [[ηλιακός]]) [[ήλιος]]<br /><b>1.</b> η ηλιακή («ἡλιὰς [[ἀκτίς]]»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ Ἡλιάδες</i><br />οι αδελφές του Φαέθοντος που από τη [[λύπη]] τους για τον θάνατο του αδελφού τους μεταμορφώθηκαν σε αιγείρους, δηλ. σε ψηλές λεύκες<br /><b>3.</b> η αφιερωμένη στον ήλιο («τῆς ἡλιάδος ἁψόμενοι Ῥόδου» — [[αφού]] προσεγγίσατε τη Ρόδο,την αφιερωμένη στον ήλιο, <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡλιάδες<br />αἱ κατάχρυσοι κλῖναι».
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἡλιάς, ἡ (Α) (μτγν. θηλ. του επίθ. ηλιακός) ήλιος
1. η ηλιακή («ἡλιὰς ἀκτίς»)
2. στον πληθ. αἱ Ἡλιάδες
οι αδελφές του Φαέθοντος που από τη λύπη τους για τον θάνατο του αδελφού τους μεταμορφώθηκαν σε αιγείρους, δηλ. σε ψηλές λεύκες
3. η αφιερωμένη στον ήλιο («τῆς ἡλιάδος ἁψόμενοι Ῥόδου» — αφού προσεγγίσατε τη Ρόδο,την αφιερωμένη στον ήλιο, Λουκιαν.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «ἡλιάδες
αἱ κατάχρυσοι κλῖναι».