ιζηματογενής: Difference between revisions
From LSJ
θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές<br /><b>γεωλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά ενός ιζήματος το οποίο προκύπτει από μια [[ιζηματογένεση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ιζηματογενή πετρώματα» — τα λιθοποιημένα αντίστοιχα τών ιζημάτων, τα οποία σχηματίζονται στην [[ξηρά]] ή στους πυθμένες θαλάσσιων και λιμναίων λεκανών και [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] της διάβρωσης προϋπαρχόντων πετρωμάτων, της δράσης τών ζωντανών οργανισμών [[καθώς]] και τών φυσικών, χημικών και φυσικοχημικών φαινομένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, | |mltxt=-ές<br /><b>γεωλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά ενός ιζήματος το οποίο προκύπτει από μια [[ιζηματογένεση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ιζηματογενή πετρώματα» — τα λιθοποιημένα αντίστοιχα τών ιζημάτων, τα οποία σχηματίζονται στην [[ξηρά]] ή στους πυθμένες θαλάσσιων και λιμναίων λεκανών και [[είναι]] [[αποτέλεσμα]] της διάβρωσης προϋπαρχόντων πετρωμάτων, της δράσης τών ζωντανών οργανισμών [[καθώς]] και τών φυσικών, χημικών και φυσικοχημικών φαινομένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>sedimentaire</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sediment</i> «[[ίζημα]]». Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αναστ. Κ. Χρηστομάνο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές
γεωλ.
1. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά ενός ιζήματος το οποίο προκύπτει από μια ιζηματογένεση
2. φρ. «ιζηματογενή πετρώματα» — τα λιθοποιημένα αντίστοιχα τών ιζημάτων, τα οποία σχηματίζονται στην ξηρά ή στους πυθμένες θαλάσσιων και λιμναίων λεκανών και είναι αποτέλεσμα της διάβρωσης προϋπαρχόντων πετρωμάτων, της δράσης τών ζωντανών οργανισμών καθώς και τών φυσικών, χημικών και φυσικοχημικών φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sedimentaire < sediment «ίζημα». Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αναστ. Κ. Χρηστομάνο].