καινοφαής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινοφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που λάμπει με καινούργιο φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]] «φως), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκο</i>-<i>φαής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φαής</i>].
|mltxt=[[καινοφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που λάμπει με καινούργιο φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]] «φως), [[πρβλ]]. [[λευκοφαής]], [[χρυσοφαής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:09, 23 August 2021

Greek Monolingual

καινοφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει με καινούργιο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φαής (< φάος «φως), πρβλ. λευκοφαής, χρυσοφαής].