ισόγειος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[ισόγειο]]<br />όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] του εδάφους, ο [[ισόγειος]] όροφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισογείως</i> και <i>ισόγεια</i><br />στο ίδιο ύψος με το [[έδαφος]], με τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>γειος</i>, <i>μελανό</i>-<i>γειος</i>].
|mltxt=-α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[ισόγειο]]<br />όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την [[επιφάνεια]] του εδάφους, ο [[ισόγειος]] όροφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισογείως</i> και <i>ισόγεια</i><br />στο ίδιο ύψος με το [[έδαφος]], με τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. [[λευκόγειος]], [[μελανόγειος]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 10 May 2023

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια της γης, αυτός που έχει το ίδιο ύψος με το έδαφος
2. το ουδ. ως ουσ. το ισόγειο
όροφος κατοικίας του οποίου το επίπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του εδάφους, ο ισόγειος όροφος.
επίρρ...
ισογείως και ισόγεια
στο ίδιο ύψος με το έδαφος, με τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γειος (< γῆ), πρβλ. λευκόγειος, μελανόγειος].