ισάργυρος: Difference between revisions
From LSJ
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
(18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσάργυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίση [[αξία]] με άργυρο ίσου βάρους («πορφύρας ἰσάργυρον | |mltxt=[[ἰσάργυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίση [[αξία]] με άργυρο ίσου βάρους («πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[άργυρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄργυρος]]), [[πρβλ]]. [[πανάργυρος]], [[χρυσάργυρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
Greek Monolingual
ἰσάργυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίση αξία με άργυρο ίσου βάρους («πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άργυρος (< ἄργυρος), πρβλ. πανάργυρος, χρυσάργυρος].