καινοτομώ: Difference between revisions

(18)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM καινοτομῶ, -έω) [[καινοτόμος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] νέο<br /><b>2.</b> [[καθιερώνω]] νέα μέθοδο ή νέους τρόπους ενέργειας, [[νεωτερίζω]] («δέξαι τελετὴν καινήν, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῡμεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρω]] αλλαγές ή νεωτερισμούς στην [[πολιτεία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανανεώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκάβω]] νέο [[μεταλλείο]] για να βρω καινούργια μεταλλεύματα<br /><b>2.</b> [[ανοίγω]] νέο δρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τομῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> -[[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απλο</i>-[[τομώ]], <i>μακρο</i>-<i>τομῶ</i>. Η αρχική [[σημασία]] «[[ανοίγω]] νέα [[σήραγγα]] σε [[ορυχείο]]» εξελίχθηκε σε «[[νεωτερίζω]], [[εφευρίσκω]] νέους τρόπους ενέργειας»].
|mltxt=(AM καινοτομῶ, -έω) [[καινοτόμος]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] νέο<br /><b>2.</b> [[καθιερώνω]] νέα μέθοδο ή νέους τρόπους ενέργειας, [[νεωτερίζω]] («δέξαι τελετὴν καινήν, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῦμεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φέρω]] αλλαγές ή νεωτερισμούς στην [[πολιτεία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανανεώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκάβω]] νέο [[μεταλλείο]] για να βρω καινούργια μεταλλεύματα<br /><b>2.</b> [[ανοίγω]] νέο δρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τομῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> -[[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. <i>απλο</i>-[[τομώ]], <i>μακρο</i>-<i>τομῶ</i>. Η αρχική [[σημασία]] «[[ανοίγω]] νέα [[σήραγγα]] σε [[ορυχείο]]» εξελίχθηκε σε «[[νεωτερίζω]], [[εφευρίσκω]] νέους τρόπους ενέργειας»].
}}
}}

Latest revision as of 20:10, 13 June 2022

Greek Monolingual

(AM καινοτομῶ, -έω) καινοτόμος
1. κάνω κάτι νέο
2. καθιερώνω νέα μέθοδο ή νέους τρόπους ενέργειας, νεωτερίζω («δέξαι τελετὴν καινήν, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῦμεν», Αριστοφ.)
3. φέρω αλλαγές ή νεωτερισμούς στην πολιτεία
μσν.
ανανεώνω
αρχ.
1. σκάβω νέο μεταλλείο για να βρω καινούργια μεταλλεύματα
2. ανοίγω νέο δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -τομῶ (< τόμος < -τόμος < τέμνω), πρβλ. απλο-τομώ, μακρο-τομῶ. Η αρχική σημασία «ανοίγω νέα σήραγγα σε ορυχείο» εξελίχθηκε σε «νεωτερίζω, εφευρίσκω νέους τρόπους ενέργειας»].